- ἀΐζηλος
- ἀΐζηλος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αΐζηλος — ἀίζηλος, ον (Α) ο αΐδηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀίδηλος με τροπή τού δ σε ζ πρβλ. επίσης ἀρίδηλος ἀρίζηλος] … Dictionary of Greek
ἀίζηλος — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίζηλον — ἀίζηλος unseen masc/fem acc sg ἀίζηλος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)